ήταν λοιπόν που λες,
μια φλέβα μικρή,
ποταμάκι και κύλαγε
στο λαιμό ενός κύκνου...
μικρή, απλή φλέβα
το αίμα χουρχούριζε
κυλώντας ζεστό
κι αντηλαλούσε τη βουή
απ' τους χτύπους
μιας καρδιάς
που, σαν μπουρού,
φύσαγε
προμηνύωντας ταξίδια...
κι ήταν κι αυτή η καλαμιά
στην άκρη της λίμνης...
λιγνή και χαμηλοβλεπούσα
καλοακονισμένη..
στην δεύτερη νειότη
την καλύτερη,
για πολλούς..
με τα καλάμια της
να σείονται
στων νερών τους χορούς
τραγουδώντας...
πώς γίνηκε?
κανένας δεν κατάλαβε...
ο διαβάτης περνούσε...
την ωραία τη θέα
ρεμβάζοντας
τα αρυτίδιαστα
της λίμνης νερά...
μουσκεύαν τα μούσκλια
στην άκρη των βράχων,
δουλειά τους αυτή,
πάππου προς πάππο...
μια στιγμή
αθέατη ώρα...
γλίστρησε το πόδι
απλώθηκε το χέρι...
από κάπου να πιάσει
να πιαστεί...
κρακ!...
έσπασε στα δυο
ένα καλάμι...
στήριγμα στο διαβάτη...
λεπίδι για το φως...
κι ο κύκνος...
τρομάζοντας απ' το σαματά
μα πώς?
δεν είδε?
δεν ένιωσε?
φτεροκοπούσε
από φόβο λένε εκείνοι,
από ζωή λένε οι άλλοι...
και πώς να τραβηχτεί η καλαμιά?
μονάχα να είναι ριζωμένη
μπορούσε
δανεικά τα φτερά...
κι ο κύκνος...
ένα ποτάμι μικρό
άλικο έγινε...
πότισε για λίγο τη γη
και κατέληξε
εκεί που του έπρεπε
στο νερό που όλα
τα ξορκίζει,
όλα τα εξαγνίζει...
κι όλα τα νικά...
κι η λίμνη κόκκινη βάφτηκε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου