άνοιξα μια πόρτα στον τοίχο
έξω σκοτάδι,
μα ήταν τόσο πηχτό
σα λάσπη που απλώνονταν
απ' άκρη σ' άκρη
κλέφτρα λάσπη
οξυγόνο πουθενά
μικρές δροσοσταλίδες φωτός
φώναζαν απεγνωσμένα
"βοήθεια!"
δεν έβλεπα τίποτα
δεν έβλεπα πουθενά
δεν έβλεπα κανέναν
κι ο δρόμος έλειπε
μι αφωνή με πληροφόρησε
πως είχε μπαρκάρει μ' ένα φορτηγό
καιρό τώρα
λίγο - λίγο μ' έσπρωχνε το σκοτάδι
εισχωρούσε εντός
και εντός μου
ασφυξία με κατέκλυζε
πως βουτάς στα βαθειά
κι από πείσμα αργείς
να βγεις στην επιφάνεια?
πώς σε πονάει τραχιά
της οργής η κομμένη ανάσα?
κι αυτό το κοχύλι στου βυθού τα απόκρυφα
κι αυτό με το ίδιο φορτηγό είχε φύγει
για στεριές και λιμάνια...άλλα
έκλεισα την πόρτα
μ' όση δύναμη μου απόμενε
κι άγγιξα το ναυτικό μου φυλλάδιο
στην πίσω τσέπη της ψυχής μου
καιρός ήταν ξανά
να λύσω τους κάβους σκέφτηκα
κι ο λιγοστός αγέρας που κοίταζε
έγνεψε "ναι"
΄μπαρκάρουμε...
1 σχόλιο:
υπεροχα κοντα μου
μπαρκαρω και εγω μαζι μου
σου παει το γραψιμο
μη το αφησεις ποτε
Δημοσίευση σχολίου