Κάθε πρωί ξυπνώ μ' ένα ρίγος.
Κοιμάμαι με την άνοιξη, ξυπνώ στο χειμώνα. Λες και χιονίζει στο σαλόνι μου όλη νύχτα.
Τι χρώμα άραγε να έχει το κρύο;
Και να πεις πως δεν χορτάσαμε παγωνιές φέτος;
Τόσο που η μέσα μας ζωή κρυστάλιασε και κάνουμε αγωνιώδεις προσπάθειες να τη ζεστάνουμε.
Μια με τα μάτια μια με τα λόγια.
"Με τον έρωτα ξεπαγώνει η ψυχή πουλάκι μου" λέει μια γιαγιά απέναντι.
"Με τον έρωτα ξεπαγώνει η ψυχή πουλάκι μου" λέει μια γιαγιά απέναντι.
Τα παιδιά της την έχουνε ξεγράψει. Θαρρούνε πως το 'χασε. Κουνάνε το κεφάλι όταν μιλάει.
Κι είναι αλήθεια πως δεν μιλάει συχνά.
Από καιρό σε καιρό μονάχα εκτοξεύει λόγια απ' το μπαλκόνι που μοιάζουν με χάρτινες σαϊτιές.
Κι άμα σε πετύχουνε στην καρδιά νιώθεις πως η άκρη τους μονάχα χάρτινη δεν είναι.
Δεν θα καταλάβω τους ανθρώπους ποτέ. Ζητούνε την αγάπη παντού.
Δεν θα καταλάβω τους ανθρώπους ποτέ. Ζητούνε την αγάπη παντού.
Κι όταν τη βρούνε την παρατάνε στη μέση του δρόμου κι αρχίζουν να κυνηγάνε χαρταετούς και ανεμόμυλους.
Ή κλειδαμπαρώνονται σαν άλλες μαγεμένες πριγκίπισσες στον πύργο του "πρέπει" τους και πέφτουνε σε αιώνια νάρκη περιμένοντας κάθε φορά κι από έναν καινούριο πρίγκιπα.
Να σκαρφαλώσει τους κισσούς και τ' αγκάθια, να εξοικειωθεί με την ακαμψία του θανάτου, να τους δώσει το πολυπόθητο φιλί.
Για να τον σπρώξουν ύστερα με δύναμη απ' τα τείχη του κάστρου φωνάζοντας οργισμένα "γιατί με ξύπνησες;"
Δεν θα καταλάβω τους ανθρώπους ποτέ.
Δεν θα καταλάβω τους ανθρώπους ποτέ.
Ονειρεύονται με μάτια κλειστά νοητικές αποδράσεις στα αφύλαχτα σύνορα της ψυχής κι ύστερα, όταν επιτέλους ανοίξουν τα μάτια δε βαριούνται να μετρούν συρματοπλέγματα και πόρτες θωρακισμένες γύρω τους.
Λαχταράνε ήλιο και φως κι ένα κόκκινο μήλο, διαλαλούνε παντού την επιθυμία τους σαν προσευχή, ικετεύουν τις προσταγές της μοίρας, αγωνιούν κι όταν έρθει η ώρα τους για το ταξίδι στο Επιθυμητό ακυρώνουν μεμιάς το εισιτήριο και σένα.
"Δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου" λένε.
Λες κι η Αγάπη να 'ναι Θάνατος και να τρομάζει.
Κι ύστερα γίνονται κακοί κι εκδικητικοί.
Ή όλοι στο κάστρο ή κανένας μοιάζει να λένε.
Και είτε κλειδώνουν την καστρόπορτα και μαζί και σένα είτε αρχίζουν να παραδέρνουν στις ερημιές εξορίζοντας σε στο απόλυτο κρύο.
Γι' αυτό σου λέω...δεν καταλαβαίνω!
Αλλά μη νομίζεις πως σώνομαι κι εγώ.
Γιατί όσο δεν καταλαβαίνω, αγαπώ.
Κι όσο αγαπώ, κρυώνω!
1 σχόλιο:
"Γιατί όσο δεν καταλαβαίνω, αγαπώ."
Και γίνεται η αγάπη σαν εγχείρηση
νυστέρι που μας δάγκωσε το δέρμα
το όνειρο μαζί με την αντίρρηση
ως το τέρμα ως το τέρμα...
Την καλησπέρα μου.
Δημοσίευση σχολίου